- καταλογίζηι
- καταλογίζῃ , καταλογίζομαιcount uppres subj mp 2nd sgκαταλογίζῃ , καταλογίζομαιcount uppres ind mp 2nd sgκαταλογίζῃ , καταλογίζομαιcount uppres subj mp 2nd sgκαταλογίζῃ , καταλογίζομαιcount uppres ind mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.